πραγματικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πραγματικότης | αἱ | πραγματικότητες | ||||
γενική | τῆς | πραγματικότητος | τῶν | πραγματικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πραγματικότητι | ταῖς | πραγματικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πραγματικότητα | τὰς | πραγματικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πραγματικότης | πραγματικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραγματικότης (μαρτυρείται από το 1787) σε κείμενα του Χριστόδουλου Ακαρνάνα (1733-1793) [1] < πραγματικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πραγματικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 835, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου