πραξεολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραξεολογικός < πραξεολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πραξεολογικός, -ή, -ό
- μελετάμε για το πώς λειτουργεί ένα φαινόμενο, γιατί λειτουργεί τοιουτοτρόπως και αν υπάρχει άλλος τρόπος λειτουργίας ποιος είναι αυτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραξεολογικός
|