πραξεολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραξεολογικός η πραξεολογική το πραξεολογικό
      γενική του πραξεολογικού της πραξεολογικής του πραξεολογικού
    αιτιατική τον πραξεολογικό την πραξεολογική το πραξεολογικό
     κλητική πραξεολογικέ πραξεολογική πραξεολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραξεολογικοί οι πραξεολογικές τα πραξεολογικά
      γενική των πραξεολογικών των πραξεολογικών των πραξεολογικών
    αιτιατική τους πραξεολογικούς τις πραξεολογικές τα πραξεολογικά
     κλητική πραξεολογικοί πραξεολογικές πραξεολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραξεολογικός < πραξεολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πραξεολογικός, -ή, -ό

  • μελετάμε για το πώς λειτουργεί ένα φαινόμενο, γιατί λειτουργεί τοιουτοτρόπως και αν υπάρχει άλλος τρόπος λειτουργίας ποιος είναι αυτός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]