προβολικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προβολικό < ουδέτερο του προβολικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προβολικό ουδέτερο
- (ηλεκτρονική) συσκευή προβολής εικόνων πάνω σε έναν πίνακα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προβολικό
- αιτιατική ενικού του προβολικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προβολικός