προβολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προβολικός < προβολή / προβολέας + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική projectif)
Επίθετο
[επεξεργασία]προβολικός, -ή, -ό