προπονούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπονούμενος μετοχή ενεστώτα του προπονούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
προπονούμενος,η,ο
- που προπονείται τώρα ή προπονείτο την ώρα που συνέβαινε κάτι άλλο, που θα προπονείται στο μέλλον, με το να προπονείται, επειδή προπονείται
- Τα κατάφερε προπονούμενος εντατικά...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπονούμενος
|