προσευχάδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προσευχάδιον τὰ προσευχάδι
      γενική τοῦ προσευχαδίου τῶν προσευχαδίων
      δοτική τῷ προσευχαδί τοῖς προσευχαδίοις
    αιτιατική τὸ προσευχάδιον τὰ προσευχάδι
     κλητική ! προσευχάδιον προσευχάδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσευχαδίω
γεν-δοτ τοῖν  προσευχαδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσευχάδιον < προσευχή + -άδιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσευχάδιον ουδέτερο

  • (θρησκεία) προσευχάδιο
    Βασίλειος οὖν δελεασθείς, καὶ λαβὼν λόγον ἔνορκον παρὰ Σαμωνᾶ εἰς τὸ προσευχάδιον αὐτοῦ, ἐξεῖπεν αὐτῷ πάντα τὰ τῆς βουλῆς καὶ τοὺς συμβουλευομένους. (Γεώργιος Μοναχός, Βίοι των νέων Βασιλέων, 858, 19)