προσωπικότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσωπικότης αἱ προσωπικότητες
      γενική τῆς προσωπικότητος τῶν προσωπικοτήτων
      δοτική τῇ προσωπικότητι ταῖς προσωπικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν προσωπικότητα τὰς προσωπικότητᾰς
     κλητική ! προσωπικότης προσωπικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσωπικότης (μαρτυρείται από το 1848) [1] < προσωπικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσωπικότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 859, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου