προφύλαξις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προφύλαξῐς αἱ προφυλάξεις
      γενική τῆς προφυλάξεως τῶν προφυλάξεων
      δοτική τῇ προφυλάξει ταῖς προφυλάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προφύλαξῐν τὰς προφυλάξεις
     κλητική ! προφύλαξῐ προφυλάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προφυλάξει
γεν-δοτ τοῖν  προφυλαξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προφύλαξις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προφύλαξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]