πρωιμάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωιμάδι τα πρωιμάδια
      γενική
    αιτιατική το πρωιμάδι τα πρωιμάδια
     κλητική πρωιμάδι πρωιμάδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωιμάδι < πρώιμ(ος) + -άδι [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.iˈma.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐ι‐μά‐δι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωιμάδι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]