πρωτέκδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρωτέκδικος | οι | πρωτέκδικοι |
γενική | του | πρωτέκδικου & πρωτεκδίκου |
των | πρωτέκδικων & πρωτεκδίκων |
αιτιατική | τον | πρωτέκδικο | τους | πρωτέκδικους & πρωτεκδίκους |
κλητική | πρωτέκδικε | πρωτέκδικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτέκδικος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτέκδικος < πρωτ- (πρῶτος) + μεσαιωνική ελληνική ἔκδικος (<ἐκ + δίκη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτέκδικος αρσενικό
- (νομικός όρος) ο πρώτος δικαστής
- (νομικός όρος, θρησκεία) όπως μεσαιωνικά ελληνικά πρωτέκδικος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Πρωτέκδικος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτέκδικος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτέκδικος αρσενικό
- (νομικός όρος) ο πρώτος δικαστής
- ※ ἕως καὶ ἐς πρωτεκδίκου φθάσας τιμήν (Γεώργιος Παχυμέρης 1242‑1310, Ιστορία 4α.)
- (νομικός όρος, θρησκεία) ο πρώτος της εκκλησιαστικής αρχής των εκδίκων που φρόντιζαν για την εκτέλεση των ποινών των εκκλησιαστικών δικαστηρίων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έκ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτ- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἔκ- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Νομικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Θρησκεία (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)