πρωτογνώριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτογνώριστος < πρωτογνωρίζω
Επίθετο
[επεξεργασία]πρωτογνώριστος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πρωτογνωρίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτογνώριστος
|