πρόκριμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόκριμα τα προκρίματα
      γενική του προκρίματος των προκριμάτων
    αιτιατική το πρόκριμα τα προκρίματα
     κλητική πρόκριμα προκρίματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόκριμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόκριμα ουδέτερο

  1. η δοκιμασία, η προσπάθεια
    τέθηκε το πρόκριμα ορισμού της ανωτέρω λέξης
  2. το δικαστικό προηγούμενο
    η νομολογία έχει μεγάλη πρακτική χρησιμότητα, γιατί αποτελεί το πρόκριμα για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιπτώσεων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]