πρόκριμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόκριμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόκριμα ουδέτερο
- η δοκιμασία, η προσπάθεια
- τέθηκε το πρόκριμα ορισμού της ανωτέρω λέξης
- το δικαστικό προηγούμενο
- η νομολογία έχει μεγάλη πρακτική χρησιμότητα, γιατί αποτελεί το πρόκριμα για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιπτώσεων