πρόσθετα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πρόσθετα | ||
γενική | των | πρόσθετων & προσθέτων | ||
αιτιατική | τα | πρόσθετα | ||
κλητική | πρόσθετα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσθετα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσθετος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσθετα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (χημεία) ουσίες που προστίθενται σε τρόφιμα ή διάφορα προϊόντα, για να βελτιώσουν τις ιδιότητές τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόσθετα
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πρόσθετα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πρόσθετα
- α’ ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος προσθέτω
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)