πτωχευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτωχευτικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πτώχευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτωχευτικός
|
πτωχευτικός, -ή, -ό
|