πυριδοξίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυριδοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyridoxine
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυριδοξίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) μία μορφή της υδατοδιαλυτής βιταμίνης Β6 που λειτουργεί ως συνένζυμο στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των υδατανθράκων και των λιπών
- ※ Η πυριδοξίνη βρίσκεται στα κρέατα, τα ψάρια και τα θαλασσινά, στα πουλερικά, στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, στις πατάτες, στα όσπρια και στα δημητριακά ολικής αλέσεως. Η πυριδοξiνη συμμετέχει στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, τη σύνθεση κάποιων αμινοξέων, της αιμοσφαιρίνης, των λευκοκυττάρων και διαφόρων νευροδιαβιβαστών. Σε περίπτωση έλλειψής της παρατηρείται μικροκυτταρική αναιμία και δερματίτιδες.
- Βιταμίνη Β6 (Πυριδοξίνη), 26-12-2020, @diaitoloygeia.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 08-04-2024.
- ※ Με τον όρο βιταμίνη Β6 περιλαμάνονται(sic) 3 διαφορετικές ουσίες, η πυριδοξίνη, η πυριδοξάλη και η πυριδοξαμίνη. Οι τρείς αυτές ουσίες είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, έχουν παρόμοια δράση και συναντώνται στη φυσική τους μορφή στο περιβάλλον.
- Πυριδοξίνη ή Βιταμίνη Β6, 03-11-2000, @care.gr, συντάκτης: Στέφανος Περτσεμλίδης, ημερομηνία ανάκτησης: 08-04-2024.
- ※ Η πυριδοξίνη βρίσκεται στα κρέατα, τα ψάρια και τα θαλασσινά, στα πουλερικά, στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, στις πατάτες, στα όσπρια και στα δημητριακά ολικής αλέσεως. Η πυριδοξiνη συμμετέχει στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, τη σύνθεση κάποιων αμινοξέων, της αιμοσφαιρίνης, των λευκοκυττάρων και διαφόρων νευροδιαβιβαστών. Σε περίπτωση έλλειψής της παρατηρείται μικροκυτταρική αναιμία και δερματίτιδες.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυριδοξίνη
Πηγές
[επεξεργασία]- πυριδοξίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)