πυρομαγνητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρομαγνητικός < ({π|πυρο-}}) πυρομαγνητισμός + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρομαγνητικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρομαγνητικός
|