πυρομαγνητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρομαγνητικός η πυρομαγνητική το πυρομαγνητικό
      γενική του πυρομαγνητικού της πυρομαγνητικής του πυρομαγνητικού
    αιτιατική τον πυρομαγνητικό την πυρομαγνητική το πυρομαγνητικό
     κλητική πυρομαγνητικέ πυρομαγνητική πυρομαγνητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρομαγνητικοί οι πυρομαγνητικές τα πυρομαγνητικά
      γενική των πυρομαγνητικών των πυρομαγνητικών των πυρομαγνητικών
    αιτιατική τους πυρομαγνητικούς τις πυρομαγνητικές τα πυρομαγνητικά
     κλητική πυρομαγνητικοί πυρομαγνητικές πυρομαγνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρομαγνητικός < ({π|πυρο-}}) πυρομαγνητισμός + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρομαγνητικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]