πόμπευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόμπευση | οι | πομπεύσεις |
γενική | της | πόμπευσης* | των | πομπεύσεων |
αιτιατική | την | πόμπευση | τις | πομπεύσεις |
κλητική | πόμπευση | πομπεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πομπεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόμπευση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πομπεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πόμπευση
|
- ↑ πόμπευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.