ραχατλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραχατλού οι ραχατλούδες
      γενική της ραχατλούς των ραχατλούδων
    αιτιατική τη ραχατλού τις ραχατλούδες
     κλητική ραχατλού ραχατλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραχατλού < ραχατλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾa.xaˈtlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐χατ‐λού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ραχατλού θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ραχατλής