ραχατλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραχατλού < ραχατλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾa.xaˈtlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐χατ‐λού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραχατλού θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ραχάτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ραχατλής
ραχατλού
|