ρεάλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεάλ < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική ή (άμεσο δάνειο) ισπανική real
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾeˈal/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐άλ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεάλ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρεάλ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)