ροπαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ροπαλιά | οι | ροπαλιές |
γενική | της | ροπαλιάς | των | ροπαλιών |
αιτιατική | τη | ροπαλιά | τις | ροπαλιές |
κλητική | ροπαλιά | ροπαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ροπαλιά < ρόπαλο + -ιά < αρχαία ελληνική ῥόπαλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ροπαλιά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ροπαλιά
|