σέμνωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σέμνωμα τα σεμνώματα
      γενική του σεμνώματος των σεμνωμάτων
    αιτιατική το σέμνωμα τα σεμνώματα
     κλητική σέμνωμα σεμνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέμνωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σέμνωμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέμνωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέμνωμα < ελληνιστική κοινή σέμνωμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέμνωμα ουδέτερο, κατά κανόνα στον πληθυντικό

  • σεμνώματα: οι μεγάλοι ή σπουδαίοι λόγοι



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέμνωμα < αρχαία ελληνική σεμνόω / σεμνῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέμνωμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. μεγαλοπρέπεια
  2. αξιοπρέπεια
  3. κόσμημα, στολίδι

Πηγές[επεξεργασία]