καμάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καμάρι, μακάρι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμάρι τα καμάρια
      γενική του καμαριού των καμαριών
    αιτιατική το καμάρι τα καμάρια
     κλητική καμάρι καμάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμάρι < μεσαιωνική ελληνική καμάρι < ελληνιστική κοινή καμάριον < αρχαία ελληνική καμάρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈma.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μά‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καμάρι ουδέτερο

  1. η περηφάνια για κάτι ή κάποιον
    Δεν μπορούσε να κρύψει το καμάρι του για το κατόρθωμα του γιου του.
  2. αυτό ή αυτός για το(ν) οποίο νιώθει κάποιος περηφάνια
    Κοίτα το καμάρι μου, τι ωραία που παίζει πιάνο!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]