καμάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καμάρι | τα | καμάρια |
γενική | του | καμαριού | των | καμαριών |
αιτιατική | το | καμάρι | τα | καμάρια |
κλητική | καμάρι | καμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμάρι < μεσαιωνική ελληνική καμάρι < ελληνιστική κοινή καμάριον < αρχαία ελληνική καμάρα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈma.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μά‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμάρι ουδέτερο
- η περηφάνια για κάτι ή κάποιον
- ↪ Δεν μπορούσε να κρύψει το καμάρι του για το κατόρθωμα του γιου του.
- αυτό ή αυτός για το(ν) οποίο νιώθει κάποιος περηφάνια
- ↪ Κοίτα το καμάρι μου, τι ωραία που παίζει πιάνο!
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)