σαββοπουλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαββοπουλικός η σαββοπουλική το σαββοπουλικό
      γενική του σαββοπουλικού της σαββοπουλικής του σαββοπουλικού
    αιτιατική τον σαββοπουλικό τη σαββοπουλική το σαββοπουλικό
     κλητική σαββοπουλικέ σαββοπουλική σαββοπουλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαββοπουλικοί οι σαββοπουλικές τα σαββοπουλικά
      γενική των σαββοπουλικών των σαββοπουλικών των σαββοπουλικών
    αιτιατική τους σαββοπουλικούς τις σαββοπουλικές τα σαββοπουλικά
     κλητική σαββοπουλικοί σαββοπουλικές σαββοπουλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαββοπουλικός < από τον Έλληνα τραγουδοποιό Διονύση Σαββόπουλο

Επίθετο[επεξεργασία]

σαββοπουλικός

  1. που ανήκει / που παίζεται από τον Διονύση Σαββόπουλο
    ※  επιστρέφει ο σαββοπουλικός Αριστοφάνης με τους «Αχαρνής» («Αχαρνής» του Σαββόπουλου στο Ηρώδειο, Οταν ο Αριστοφάνης βγάζει... νέες φωνές, ΤΑ ΝΕΑ, 14 Σεπτεμβρίου 2011)
    ※  Αλλά η δική μου Σαββοπουλική λέξη είναι άλλη. Είναι η λέξη φωτοκολλημένοι που δεν υπάρχει στο Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και απαντάται μόνο στον διάσημο στίχο (Χαιρετισμός του Πρύτανη του Πανεπιστημίου καθηγητή κ. Περικλή Α. Μήτκα, ΑΠΘ, τελετή ανακήρυξης του Σαββόπουλου επίτιμου διδάκτορα, 24 Νοεμβρίου 2017)
  2. που έχει το ύφος του Διονύση Σαββόπουλου
    ※  Ο τόνος της είναι εδώ σαββοπουλικός (Κουρδίζοντας τη λύρα, πάλι, Καθημερινή, 11.03.2018)
  3. που είναι θαυμαστής του Σαββόπουλου
    ※  Του εδήλωσα «αθεράπευτα σαββοπουλικός» (Διάλογοι και ευχές..., Καθημερινή, 22.12.2005)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]