σαγιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαγιάς | οι | σαγιάδες |
γενική | του | σαγιά | των | σαγιάδων |
αιτιατική | τον | σαγιά | τους | σαγιάδες |
κλητική | σαγιά | σαγιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαγιάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος ή κατασκευαστής σαγιών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαγιάς
|
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαγιάς | οι | σαγιάδες |
γενική | του | σαγιά | των | σαγιάδων |
αιτιατική | τον | σαγιά | τους | σαγιάδες |
κλητική | σαγιά | σαγιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαγιάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική şayak < οθωμανική τουρκική شایاك
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαγιάς αρσενικό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) άλλη μορφή του σαγιάκι / σάγια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαγιάς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- σαγιάς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιάς (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)