σακχαρομύκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σακχαρομύκης οἱ σακχαρομύκητες
      γενική τοῦ σακχαρομύκητος τῶν σακχαρομυκήτων
      δοτική τῷ σακχαρομύκητι τοῖς σακχαρομύκησι(ν)
    αιτιατική τὸν σακχαρομύκητα τοὺς σακχαρομύκητᾰς
     κλητική ! σακχαρομύκης σακχαρομύκητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σακχαρομύκης, -ητος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]