σακχαρομύκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σακχαρομύκης | οἱ | σακχαρομύκητες | ||||
γενική | τοῦ | σακχαρομύκητος | τῶν | σακχαρομυκήτων | ||||
δοτική | τῷ | σακχαρομύκητι | τοῖς | σακχαρομύκησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | σακχαρομύκητα | τοὺς | σακχαρομύκητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | σακχαρομύκης | σακχαρομύκητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σακχαρομύκης, -ητος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ. 893, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- σακχαρομύκητας (1885) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)