σαντέζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαντέζα οι σαντέζες
      γενική της σαντέζας
    αιτιατική τη σαντέζα τις σαντέζες
     κλητική σαντέζα σαντέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαντέζα < (λόγιο δάνειο) γαλλική chanteuse + κατάληξη θηλυκού [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sanˈde.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ντέ‐ζα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαντέζα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]