σαντέζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαντέζα | οι | σαντέζες |
γενική | της | σαντέζας | — | |
αιτιατική | τη | σαντέζα | τις | σαντέζες |
κλητική | σαντέζα | σαντέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαντέζα < (λόγιο δάνειο) γαλλική chanteuse + κατάληξη θηλυκού -α[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sanˈde.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ντέ‐ζα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαντέζα θηλυκό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) τραγουδίστρια σε κέντρο νυχτερινής διασκέδασης
- ※ Κατέφυγε στην Πόλυ, μια σαντέζα του παριλίσσιου καφέ σαντάν, φιλενάδα της μακαρίτισσας της μάνας του. (Ελένη Πριοβόλου, Όπως ήθελα να ζήσω, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2009), σελ. 60)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαντέζα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σαντέζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)