σαϊεντολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαϊεντολογικός < σαϊεντολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]σαϊεντολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την σαϊεντολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαϊεντολογικός
|