σειραϊκοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σειραϊκοποίηση οι σειραϊκοποιήσεις
      γενική της σειραϊκοποίησης των σειραϊκοποιήσεων
    αιτιατική τη σειραϊκοποίηση τις σειραϊκοποιήσεις
     κλητική σειραϊκοποίηση σειραϊκοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σειραϊκοποίηση, νεολογισμός του τέλους του 20ού αιώνα < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική serialization

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σειραϊκοποίηση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]