σεκόγια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σεκόγια | οι | σεκόγιες |
γενική | της | σεκόγιας | — | |
αιτιατική | τη | σεκόγια | τις | σεκόγιες |
κλητική | σεκόγια | σεκόγιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεκόγια < (άμεσο δάνειο) νεολατινική sequoia < τσερόκι
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεκόγια θηλυκό
- είδος κωνοφόρου δέντρου ιθαγενές στις δυτικές ακτές της Βόρειας Αμερικής, που περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα δέντρα στον κόσμο
- Ο Υπερίων, το ψηλότερο δέντρο στον κόσμο, είναι μια σεκόγια με ύψος 115 μέτρων και διάμετρο 8 μέτρων.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σεκόγια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)