σερβοκινητήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερβοκινητήρας < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική servomoteur[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /seɾ.vo.ci.niˈti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐βο‐κι‐νη‐τή‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σερβοκινητήρας ουδέτερο
- είδος κινητήρα που διορθώνει προβλήματα που εντοπίζει ένα σύστημα αυτόματου ελέγχου (σερβομηχανισμός)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σερβοκινητήρας
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)