σημάτιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σημάτιον | τὰ | σημάτιᾰ |
γενική | τοῦ | σηματίου | τῶν | σηματίων |
δοτική | τῷ | σηματίῳ | τοῖς | σηματίοις |
αιτιατική | τὸ | σημάτιον | τὰ | σημάτιᾰ |
κλητική ὦ! | σημάτιον | σημάτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σηματίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σηματίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημάτιον < (σῆμα) σηματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σημάτιον ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό σήμα, σηματάκι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ιον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)