σιαντιρβάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιαντιρβάνι | τα | σιαντιρβάνια |
γενική | του | σιαντιρβανιού | των | σιαντιρβανιών |
αιτιατική | το | σιαντιρβάνι | τα | σιαντιρβάνια |
κλητική | σιαντιρβάνι | σιαντιρβάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιαντιρβάνι < τουρκική şadırvan < περσική شادروان (šādurvān, αναβρυτήριο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιαντιρβάνι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του σιντριβάνι
- ※ Διά την βρίζαν και καλαμπόκι, επειδή δεν είχαμεν τόπον, απεφασίσαμεν και το εβάλαμεν εις το σιαντιρβάνι κάτω στην λίμνην. (Παναγιωτόπουλος Βασίλης (επιμέλεια), Αρχείο Αλή πασά, Τόμος Γʹ, σελ. 420421, έγγραφο 1289.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιαντιρβάνι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)