σιδερόχορτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδερόχορτο τα σιδερόχορτα
      γενική του σιδερόχορτου των σιδερόχορτων
    αιτιατική το σιδερόχορτο τα σιδερόχορτα
     κλητική σιδερόχορτο σιδερόχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιδερόχορτο < σιδερό- + χόρτο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ðeˈɾo.xoɾ.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐δε‐ρό‐χορ‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιδερόχορτο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)