σιλικόνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιλικόνη θηλυκό
- (χημεία) οξυγονούχα οργανική συνθετική ένωση του πυριτίου που χρησιμοποιείται σε μονώσεις, κόλλες, λιπαντικά, φαρμακευτική κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σιλικόνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιλικόνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -η (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)