σιντοϊσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιντοϊσμός οι σιντοϊσμοί
      γενική του σιντοϊσμού των σιντοϊσμών
    αιτιατική τον σιντοϊσμό τους σιντοϊσμούς
     κλητική σιντοϊσμέ σιντοϊσμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιντοϊσμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική shintoism < ιαπωνική 神道 (shintō)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sin.do.iˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐ντο‐ϊ‐σμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιντοϊσμός αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]