σκουπιδαριό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουπιδαριό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουπιδαριό ουδέτερο
- μέρος στο οποίο όλοι έχουν ρίξει σκουπίδια, χώρος γεμάτο σκουπίδια
- Έξω από κάθε μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας, που κλείνει και μένει ξενοίκιαστο, πένθιμο, στήνεται σκουπιδαριό... (Ν. Ξυδάκης, Take a walk on the wild side, στην Καθημερινή, 12 Σετπεμβρίου 2010)