σκούλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκούλος, σκούλλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκούλος οι σκούλοι
      γενική του σκούλου των σκούλων
    αιτιατική τον σκούλο τους σκούλους
     κλητική σκούλε σκούλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκούλος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsku.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκού‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκούλος αρσενικό

  1. η ράχη του σκεπαρνιού
  2. (ιδιωματικό, Κύθηρα) η φτέρνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]