σκόρπαινα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκόρπαινα οι σκόρπαινες
      γενική της σκόρπαινας των σκορπαινών
    αιτιατική τη σκόρπαινα τις σκόρπαινες
     κλητική σκόρπαινα σκόρπαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκόρπαινα, Scorpaena onaria

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκόρπαινα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκόρπαινα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈskoɾ.pe.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκόρ‐παι‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκόρπαινα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]