σμαραγδίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σμαραγδίτης < ελληνιστική κοινή σμαραγδίτης (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική smaragdite[1] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική smaragdite[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σμαραγδίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) μεταμορφικός ορυκτολογικός τύπος που προέρχεται κυρίως από την πράσινη ποικιλία του αμφιβόλου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σμαραγδίτης
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 σμαραγδίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)