σοβιετολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοβιετολογία < σοβιέτ + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοβιετολογία θηλυκό
- η μελέτη της σοβιετικής πολιτικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοβιετολογία