σοσιαλίστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σοσιαλίστρια < σοσιαλισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σοσιαλίστρια θηλυκό
- (πολιτική) θηλυκό του σοσιαλιστής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- κοινωνίστρια (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- Για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο, ή γενικά, δείτε σοσιαλιστής.
σοσιαλίστρια
|