σπασαρχίδας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπασαρχίδας < (σπάζω) σπασ- + αρχίδ(ια) + -ας, ενδεχομένως μεταφραστικό δάνειο, αγγλικά break someone's balls • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπασαρχίδας αρσενικό (θηλυκό σπασαρχίδω)
- (χυδαίο) που μας τα πρήζει, που μας πρήζει τ' αρχίδια· (κυριολεκτικά) που σπάει αρχίδια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπασαρχίδας