σταγονόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταγονόρροια < σταγόν(α) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταγονόρροια θηλυκό
- έκκριση νερού από φύλλα φυτών όταν υπάρχει σημαντική εισροή νερού από το βλαστό