σταθμαρχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταθμαρχείο < σταθμάρχης + -είο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταθμαρχείο ουδέτερο
- το γραφείο ενός σταθμάρχη ή το κτήριο / ο χώρος που εργάζεται ένας σταθμάρχης ή βρίσκεται εκεί ως επικεφαλής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταθμαρχείο
|