στενορρύμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στενορρύμι | τα | στενορρύμια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | στενορρύμι | τα | στενορρύμια |
κλητική | στενορρύμι | στενορρύμια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ste.noˈɾi.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐νορ‐ρύ‐μη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στενορρύμι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) μη απλοποιημένη γραφή του στενορύμι
- ※ Στενοσόκακα σκοτεινά, χιλιομπερδεμένα, στενορρύμια πνιγμένα ακόμα και με τις πραμάτειες που βγάζανε [...]
- Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι, 1944 [μυθιστόρημα], τόμος Α΄, κεφάλαιο πρώτο.
- ※ Στενοσόκακα σκοτεινά, χιλιομπερδεμένα, στενορρύμια πνιγμένα ακόμα και με τις πραμάτειες που βγάζανε [...]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στενορρύμι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)