στενορύμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στενορύμι τα στενορύμια
      γενική
    αιτιατική το στενορύμι τα στενορύμια
     κλητική στενορύμι στενορύμια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στενορύμι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στενορρύμιν με απλοποίηση γραφής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στενορρύμιον, υποκοριστικό < στενορρύμη[1] → δείτε  στενο- + ρύμη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ste.noˈɾi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐νο‐ρύ‐μη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στενορύμι ουδέτερο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]