στιφρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στιφρός η στιφρή το στιφρό
      γενική του στιφρού της στιφρής του στιφρού
    αιτιατική τον στιφρό τη στιφρή το στιφρό
     κλητική στιφρέ στιφρή στιφρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στιφροί οι στιφρές τα στιφρά
      γενική των στιφρών των στιφρών των στιφρών
    αιτιατική τους στιφρούς τις στιφρές τα στιφρά
     κλητική στιφροί στιφρές στιφρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στιφρός < βλ. την λέξη στιβαρός (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας, Liddel & Scott)

Επίθετο[επεξεργασία]

στιφρός

  • 1. στερεός, συμπαγής, σκληρός π.χ. στιφρός ιστός
 σάρκα στιφράν (αρχ. ελλ. σε Αριστοτέλη)
 2. (ιατρ.) στιφρός πλακούντας, δηλαδή ο πλακούντας που διεισδύει και στο μυομήτριο (και δεν προσκολλάται απλώς στο μυομήτριο όπως στον συμφυτικό, ούτε διαπερνά το μυομήτριο και τον ορογόνο ή και γειτονικά όργανα όπως στον διεισδυτικό) 

π.χ. "Σπανιότερα οφείλεται σε ανωμαλίες πρόσφυσης του πλακούντα, όπως σε συμφυτικό πλακούντα (προσκόλληση στο μυομήτριο), σε στιφρό (διείσδυση στο μυομήτριο) και σε διεισδυτικό πλακούντα (διαπερνά το μυομήτριο, ορογόνο και ενδεχομένως γειτονικά όργανα)." [Μαιευτική και Γυναικολογία, Δαυίδ Χ. Ρούσος, εκδ. Τζιόλα σελ.274]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]