στιχουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιχουργία < μεσαιωνική ελληνική στιχουργία < στιχουργός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στιχουργία θηλυκό
- η ενασχόληση με τη συγγραφή στίχων
- η στιχουργική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στιχουργία
|