στρατόκαυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρατόκαυλος αρσενικό
- όρος που αναφέρεται σε άνθρωπο παθιασμένο με τον στρατό και τις πρακτικές του στρατού. Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά για ανθρώπους που υπερβάλλουν σε χαρακτηριστικά που συνδέονται με στρατιωτικούς (σε κυριολεκτική απόδοση «αυτός που καβλώνει με τον στρατό»)
- «... ό,τι κι αν θα μπορούσε κάποιος να του καταμαρτυρήσει -πως ήτανε στρατόκαυλος, στενόμυαλος, μονότονος-, θα όφειλε να παραδεχτεί ότι, ...»[1]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατόκαυλος
|
- ↑ Το σπίτι και το κελλί: μυθιστόρημα, Χρήστος Α. Χωμενίδης, Πατάκης, 2005