στριφτάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στριφτάδι | τα | στριφτάδια |
γενική | του | στριφταδιού | των | στριφταδιών |
αιτιατική | το | στριφτάδι | τα | στριφτάδια |
κλητική | στριφτάδι | στριφτάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στριφτάδι ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος ζυμαρικού με κάπως στριφτή μορφή
- Σε μια κατσαρόλα με αλατισμένο νερό που κοχλάζει βράζουμε τα στριφτάδια, σύμφωνα με τις οδηγίες της συσκευασίας, ώσπου να γίνουν al dente. Σουρώνουμε και αφήνουμε στην άκρη να κρυώσουν. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη στρίβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στριφτάδι
|